- σαλπιστικά
- σαλπιστικόςofneut nom/voc/acc plσαλπιστικά̱ , σαλπιστικόςoffem nom/voc/acc dualσαλπιστικά̱ , σαλπιστικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαλπιστικός — ή, όν, Α [σαλπίζω] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε σάλπιγγα ή αυτός που προέρχεται από σάλπιγγα («σαλπιστικὰ κρούσματα», Πολυδ.) … Dictionary of Greek